- μίμος
- Στη σύγχρονη ορολογία με τη λέξη μ. υποδηλώνεται ένα θεατρικό είδος, στο οποίο η σκηνική έκφραση στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις χειρονομίες, στη στάση και στην κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Στην κλασική εποχή ο μ. ήταν μια ιδιαίτερη μορφή κωμωδίας, ένα σύντομο μονόπρακτο δράμα, με θέματα χωρίς πλοκή, παρμένα από την καθημερινή ζωή και τη ζωή των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Ο πρώτος που επεξεργάστηκε λογοτεχνικά σε ελεύθερους στίχους, τη λαϊκή μορφή του μ. των Δωριέων της Σικελίας, όπου γεννήθηκε το είδος, ήταν ο Συρακούσιος Σώφρων (β’ μισό του 5ου αι. π.Χ.). Στην ελληνιστική εποχή ο μ. γνώρισε μεγάλη άνθηση και καλλιεργήθηκε από τον Θεόκριτο και κυρίως από τον Ηρώνδα (3ος αι. π.Χ.). Το όνομα μ. σήμαινε τόσο το λογοτεχνικό είδος όσο και τον ηθοποιό που το ερμήνευε. Κατά τους πρώτους αυτοκρατορικούς χρόνους ο μ. ή παντόμιμος ήταν πολύ δημοφιλής: χιλιάδες μ. ζούσαν και εργάζονταν στην αυτοκρατορική Ρώμη. Στο Βυζάντιο η παράδοση του μ. συνεχίστηκε με τον παντόμιμο και το κωμικό θέατρο των μ. Στη Δύση, μετά την κατάρρευση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, επέζησε η τέχνη του μ. στις επιδείξεις των γελωτοποιών της εποχής έως την εμφάνιση του πολυσύνθετου φαινομένου της Κομέντια ντελ’ άρτε, στην οποία το μιμικό και ακροβατικό στοιχείο κατείχαν πρωταγωνιστικό ρόλο. Τελευταίοι κληρονόμοι αυτού του είδους του θεάματος είναι οι παλιάτσοι και οι κλόουν του τσίρκου του 19ου αιώνα. Η μιμική τέχνη, στις πολύμορφες αυτές εκδηλώσεις της, χαρακτηρίζεται πάντοτε από απόλυτη εκφραστική ελευθερία και από ολοκληρωτική υπεροχή του ατομικού αυτοσχεδιασμού έναντι οποιασδήποτε τυποποιημένης τεχνικής. Από τους κλασικούς μ. έως τους μεσαιωνικούς γελωτοποιούς, τους αρλεκίνους της Αναγέννησης, τους πιερότους του 18ου αι., τους κλόουν των τσίρκων, η τέχνη, το στυλ, είναι πάντοτε ατομικά στοιχεία, ενώ ολοένα και μεγαλύτερη σημασία αποκτά η διδασκαλία ορισμένης τεχνικής και μερικών τεχνασμάτων, που μεταβιβάζονταν από πατέρα σε γιο.
Στον 20ό αι., και συγκεκριμένα κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, γεννήθηκε ένα θεατρικό είδος –που πήρε την ονομασία μ.– το οποίο βασίζεται σ’ ένα σύνολο κανόνων τεχνικώς επεξεργασμένων και κωδικοποιημένων. Ο σύγχρονος μ. γεννήθηκε στη Γαλλία, όπου ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αι. ο Φρανσουά Ντελσάρτ, δάσκαλος χορού και τραγουδιού, είχε μελετήσει και επεξεργαστεί την ταξινόμηση όλων των δυνατών ανατομικών κινήσεων του ανθρώπινου σώματος. Το έργο του, ενώ άσκησε ισχυρή επίδραση σε όλα τα είδη ελεύθερου χορού (κεντρικοευρωπαϊκός εκφραστικός χορός, αμερικανικός modern dance), σε αντίθεση με τα άκαμπτα σχήματα του κλασικού μπαλέτου, αποτέλεσε τη βάση επάνω στην οποία, μεταξύ 1930 και 1940, ο Ετιέν Ντεκρού οικοδόμησε ολόκληρη την πολύπλοκη θεωρητική και πρακτική του μ. ως αυτόνομης μορφής θεάματος: ο μ. δεν πρέπει να αναπαριστάνει με νατουραλιστικό τρόπο την εξωτερική πραγματικότητα αλλά να τη μεταμορφώνει σε αφηρημένη έκφραση· επίσης, δεν πρέπει να ζει με ρεαλιστικό τρόπο τα συναισθήματα του θεατρικού προσώπου, σύμφωνα με τους κανόνες της συμβατικής μιμικής, αλλά να τα αναδημιουργεί λυρικά (μ. αφηρημένος). Παράλληλα με τη θεωρητική του Ντεκρού, άνθησαν στη Γαλλία κατά την ίδια περίοδο και άλλες σχολές, ιδιαίτερα η σχολή του Ζαν Νταστέ, ο οποίος υπήρξε ο άμεσος διάδοχος του Κοπό. Ακολουθώντας τα διδάγματα του μεγάλου του δασκάλου, ο Νταστέ θεωρεί ως βάση μιμικής δημιουργίας τον αυτοσχεδιασμό, η καλλιτεχνική επεξεργασία του οποίου γίνεται αργότερα. Στις ποικίλες αυτές θεωρητικές θέσεις είχαν στη Γαλλία την αφετηρία τους θεάματα υψηλού καλλιτεχνικού επιπέδου: μ., όπως ο Ζαν-Λουί Μπαρό και ο Μαρσέλ Μαρσό δημιούργησαν θεάματα, τα οποία έκαναν δημοφιλή την καινούρια τέχνη σε ολόκληρο τον κόσμο.
Σήμερα ο μ. ζει μια τρίτη φάση επιτυχιών στα θεάματα των νυκτερινών κέντρων στη Γαλλία και σε άλλες χώρες (κυρίως στην Πολωνία, στην Τσεχοσλοβακία και στο Ισραήλ). Σχολές μ. υπάρχουν παντού και ο μ., ως κλάδος της σκηνικής διδασκαλίας, έχει εισαχθεί πλέον σε όλες τις δραματικές σχολές. Τα καλλιτεχνικά όρια του μ. αναθεωρούνται κάθε τόσο, γιατί, όπως έχει οργανωθεί σ’ ένα σύνολο τεχνικών κανόνων, κινδυνεύει κι αυτός με τη σειρά του να χάσει τον αυθορμητισμό του μέσα στην αυστηρότητα των σχημάτων του: το ίδιο άλλωστε συνέβη και με το κλασικό μπαλέτο, το αντίθετο του οποίου αποτελούσε, τουλάχιστον στην αρχή, ο μ.
Τα θεάματα μίμων ήταν πολύ δημοφιλή στη Ρώμη των αυτοκρατορικών χρόνων. Στη φωτογραφία, ανάγλυφο όπου εικονίζεται ένας μίμος με ραβδιά και φίδια.
Ο Ζαν-Λουί Μπαρό στον ρόλο του «Μπατίστ», τον οποίο εμπνεύστηκε από τον μεγάλο μίμο του 19ου αι. Ζαν-Γκασπάρ Μπεμπιρό.
* * *ο (ΑΜ μῑμος)1. αυτός που έχει μιμητικές ικανότητες2. ηθοποιός που εκδηλώνει με τη μιμική συναισθήματα ή παριστάνει πρόσωπα, υποκριτής που μιμεῑται τη φωνή, το ύφος, τις χειρονομίες, τον τρόπο ομιλίας κάποιου, καθώς και καταστάσεις ή περιστατικά3. έμμετρο είδος τού αρχαίου λόγου σε διαλογική μορφή που ζωντανεύει εικόνες τής καθημερινής ζωής, με διάθεση ανάλαφρη, διασκεδαστική ή σκωπτικήνεοελλ.1. θεατρ. η παντομίμα2. ζωολ. γένος στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας mimidae.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. είναι σχετικά μεταγενέστερη. Εμφανίζεται από τον Αισχύλο και εξής, το δε ρ. μιμοῦμαι είναι μετονοματικό παράγωγο. Ελάχιστα πιθανή φαίνεται η σύνδεση τής λ. με αρχ. ινδ. māyā «απάτη, μάγια». Πιθανότερο είναι ότι πρόκειται για δάνεια λ., όπως δείχνει και η τεχνική της σημασία. Η λατ. δανείστηκε τη λ. (πρβλ. λατ. mimus), από όπου αυτή πέρασε και στις ξένες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. και γαλλ. mime, γερμ. Μime).ΠΑΡ. μιμικός, μιμούμαι, μιμώαρχ.μιμάς, μιμεία, μιμέρα, μιμηλόςμσν.μιμάριον, μιμώδης.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μιμίαμβος, μιμογράφοςαρχ.μίμαυλος, μιμόβιος, μιμωδόςαρχ.-μσν.μιμολόγοςμσν.μιμοειδήςνεοελλ.μιμόδραμα, μιμόρχημα. (Β' συνθετικό) αρχίμιμος, παντόμιμοςαρχ.ανθρωπόμιμος, αντίμιμος, γυναικόμιμος, δρακοντόμιμος, θεόμιμος, λογόμιμος, φωνόμιμος].
Dictionary of Greek. 2013.